Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2012

Ο Βραζιλιάνος


(Οι ομοιότητες  με πραγματικά πρόσωπα είναι απολύτως συμπτωματικές)





Κυριακή μεσημέρι- Απρίλιος 7.


          Αν και  είναι ένα μόνο χρόνο μικρότερος, μου ειχε φανεί στην αρχή σαν ένα άχρωμο αγόρι. Μετά, πήρε το μικρό ukelele του και από το τηλέφωνο μου  έπαιξε το Just like heaven.

       Λίγες μέρες αργότερα βγήκαμε ξανά. Ήταν νομίζω Κυριακή μεσημέρι. Φάγαμε φθηνό τηγανιτό τυρί και μανιτάρια και ήπιαμε χύμα κρασί σε ενα φοιτητικό στέκι στον Κεραμεικό. Ήταν μια από τις πρώτες μέρες της άνοιξης.

        Καθώς του μίλαγα, τον κοίταζα με τη μαγική μου δύναμη μέσα στα μάτια για να γεμίσει εικόνες από την υπέροχη ζωή μου, έτσι ακριβώς όπως ενα θηλυκό πουλί  θα άνοιγε τα φτερά του στην εποχή του ζευγαρώματος. Όλη την ώρα εκείνος κατέβαζε το κεφάλι και στο τέλος μου έδωσε ένα πεταχτό φιλί και εξαφανίστηκε πάνω στη μηχανή του

Τον επιθυμούσα. Από την πρώτη στιγμή. Και γι` αυτό θύμωσα που δεν με “είδε”.

Την επόμενη περίοδο, πότε εγώ, πότε εκείνος, πλησιάζαμε και πότε φεύγαμε. 
Με πάθος. 
Φοβισμένοι.

Τελικά, μετά την πρώτη φορά που ξαπλώσαμε μαζί, εκείνος εξαφανίστηκε στ` αλήθεια.

Αισθάνθηκα το πένθος.
Της επιθυμίας μου και εκείνη την αθροιστική θλίψη από όλα τα κορμιά που δεν έμειναν.

Αποσύρθηκα.

Όμως, μέρες μετά επέστρεψε ζεστός. Και πρόθυμος να με “δει”.

        Βρεθήκαμε ξημερώματα και εγώ κάπως μεθυσμένη στο μικρό του ρετιρέ να ψάχνουμε τα φώτα της Ακρόπολης. Παράξενο είπε. Ηταν το πρώτο βράδυ που τα φώτα της δεν άναβαν.

         Έβγαλα τα μποτάκια μου και μισοξάπλωσα στον μαύρο δερμάτινο καναπέ του. Κάθισε στο πάτωμα με την πλάτη μπροστά μου και άρχισε να παίζει τα αγαπημένα του τραγούδια στο ukelele. Mου ζήτησε να τραγουδήσω και εγω το έκανα πρόθυμα, χωρίς να σταματήσω ούτε λεπτό να κοιτάζω τον όμορφο λευκό λαιμό του. Και να νοιώθω απελπισία.
        Μετά σηκώθηκε για να μου δείξει τα βραζιλιάνικα όργανα που είχε φέρει από τα ταξίδια του και συνέχισε ένα τραγούδι  που δεν ήξερα, αλλά μίλαγε για την αγάπη που σε ελευθερώνει και για μιά όμορφη γυναίκα που χόρευε με το κόκκινο φουστάνι σε εναν  άδειο δρόμο, ενα Κυριακάτικο μεσημέρι της άνοιξης. Μου το αφιέρωσε γιατί ειπε πως του θυμίζω εμένα.
        Συνέχιζε να χαϊδεύει απαλά τις χορδές και εμένα με την ντροπαλή φωνή του. Ένοιωσα μόνη εκεί στον καναπέ και άδεια, εγκατελειμένη στο να κοιτάω πεινασμένα το βελούδινο σχήμα από το χνούδι πάνω στα χέρια του από το κόντρα φως του πορτατίφ. Ένοιωσα το ιδιο μόνη ακόμα και οταν τον φίλησα απαλά στο λαιμό ..και πάλι όταν έσυρα το πρόσωπό μου στο πίσω μέρος, στα μαλλιά του.
       Σηκώθηκε, έβαλε ποτά, μουρμούρισε κάτι για το σπίτι και τη ζωή του, μου υπενθύμισε μέσα από άσχετες κουβέντες οτι βαριέται εύκολα, ασχολήθηκε λίγο με ένα από τα κρουστά του, ήπιε μια γουλιά, διόρθωσε το χαλί και τότε ήρθε και ακούμπησε το σώμα του στη πλάτη μου. Λίγο άγαρμπα και ισως διψασμένα, το αγκάλιασε, το κάλυψε, το έσφιξε, το μύρισε, το φίλησε, το δάγκωσε και με αγάπησε για αρκετή ώρα.

Μπορούσα να μείνω εκει το βράδυ αν ήθελα , είπε.


Αλλά δεν έμεινα.


Η αθροιστική απώλεια

        Η αθροιστική απώλεια από τα κορμιά που δεν έμειναν. Μου στοίχισε. Και βγήκα σαν τρελή να ψάχνω τον επόμενο εραστή. Όχι εραστή. Μα άντρα. Αγαπητικό . Αγαπημένο. Κάποιον για την καρδιά.

      Ο καπετάνιος ήταν μια πρόχειρη λύση. Έμεινα μακριά του στο κρεβάτι. Προσπάθησα να αποφύγω το άγγιγμα από τα πόδια, τα χέρια και την ανάσα του. Ηταν βαριά. Το πρωί σαν μανιακή ξήλωνα τα σεντόνια και τις μαξιλαροθήκες. Κατω απο το ντους έτριψα με μανία ότι είχε αγγίξει.

     Πάνω σε ενα κορμί που δεν επιθυμούσα πραγματικά κατέστρεψα λίγα ακόμα κύτταρα αθωότητας. Είπα μετά στον εαυτό μου πως αυτό δεν έγινε ποτέ, μα σαν υπνωτισμένη τον δέχτηκα ξανά το ίδιο βράδυ.

Το μυαλό μου ηταν κολλημένο στο Βραζιλιάνο μου.


Σαν ολοκαύτωμα

       Είναι ο Έρωτας. Πάντα ο Έρωτας. Μόνο αυτός. Εκείνο το εθιστικό βίωμα που δεν μπορείς παρά να το ζήσεις μόνο σαν ολοκαύτωμα. Πέφτεις πρόθυμα με τα μούτρα στην πυρά. Αχόρταγα επιθυμείς την ολοσχερή καταστροφή σου. Να συντριφθείς στο πάτωμα, να γευτείς το αίμα από τα σπασμένα σου δόντια. Είναι αναπόφευκτο. Είναι ανάγκη σου .

     Αυτές τις μέρες αυτή η ανάγκη έχει γίνει βασανιστική. Το σώμα μου ειναι σε οριακό σημείο. Είναι θέμα ζωής και θανάτου πια, να αισθανθώ το δέρμα του. Σαν σε ενα ατέρμονο ζωώδη οίστρο. Γίνεται ανήθικο. Σκέψεις, δοκιμές, απορρίψεις. Σαν θηλυκό σκυλί επιθυμώ το ζευγάρωμα. Κάποιες φορές καθαρίζω με μανία το σπίτι σα να ήταν η φωλιά . Κάποιες άλλες μοιάζει σα να κραυγάζω στις γωνιές των δρόμων και να αφήνω την οσμή μου.
Το σώμα μου πονάει.

Ο Βραζιλιάνος ήρθε. Και έφυγε. Και τον τράβηξα ξανά.

      Χθες ζεστάθηκε στο κρεβάτι μου. Αφού βγήκε, ξάπλωσε δίπλα και με μια κίνηση με προσκάλεσε να κουρνιάσω στα πλευρά του, χωρίς λόγια, μα έμοιαζε σα μια χορογραφία που ήξερα πολύ καλά τα βήματα. Απλά κούρνιασα εκεί. Και έκλεισε τα χέρια του ολόγυρά μου. Και ξύπνησα για να καταλάβω πως το πρόσωπό μου ηταν κρυμμένο εκει στο λακάκι του στέρνου του. Κλεισμένη, προστατευμένη από οτι μπορεί να με πονέσει.

        Έκλεισα αμέσως ξανά τα μάτια και τα έσφιξα δυνατά. Κράτησα την ανάσα μου. Δεν ήθελα να τον ξυπνήσω . Ή να τον αναστατώσω. Ή να  χαλάσω όλο αυτό.
Για να μη μου το πάρει.
Εκείνο.
Εκεί.
Εδώ θέλω να ανήκω.


Μάιος

       Βρήκα το όνομά του σε ένα μικρό χαρτί. Ξετρύπωσε κάτω από τον καναπέ καθώς από την μπαλκονόπορτα εισέβαλε ενα μεσημεριανό ρεύμα αέρα.  Ο ήχος του τσαλακωμένου χαρτιού που σερνόταν πάνω στα πλακάκια, μου τράβηξε την προσοχή. Πήρα το μικρό χαρτί και χωρίς να το σκεφτώ το έφερα στο στόμα μου. Απαλά το φίλησα.

Αηδίασα με τον εαυτό μου. Είμαι μεγάλη για τέτοια παιδιαρίσματα.

Μετά έκλεισα τα μάτια και αναρωτήθηκα γιατί δεν με αγαπάς;

Γιατί δεν με αγαπάς;



5-6-7-8

Διψάω για την αγάπη σου.
Θέλω να σου πω τετρημένα πράγματα. Βλακώδη. Εκείνα που λένε οι λαϊκοί άνθρωποι στους εραστές τους. Θέλω να κάνουμε έρωτα συνέχεια και με κάθε γνωστό τρόπο. 
Αισθάνομαι οτι σου ανήκω.
Είναι χαζό και ανόητο. Σε συνάντησα μονο 5 -6-7-8 φορές.
Και μοιάζει σα να δέθηκα για πάντα μαζί σου.
Είμαι ερωτευμένη.
Και είμαι ερωτευμένη.

Αγκαλιάζω το μαξηλάρι. Σα να είσαι εσύ.
Μιλάω στον αέρα Σα να είσαι εκεί.
Σα να είσαι εσύ, φιλάω τον καρπό μου, όπως είχες κάνει τότε μπροστά στο τζάκι.

Μικρέ βραζιλιάνε, είμαι ερωτευμένη.

Και βασανίζω τον εαυτό μου κάθε βράδυ, ψάχνοντας ένα μήνυμά σου που ποτέ δεν έρχεται.
Και θέλω να ουρλιάξω.
Και θέλω να κλάψω.
Και να μαζέψω τα δάκρυά μου σε ενα εμπριμέ επιστολόχαρτο για να στο στείλω.
Γιατι δεν μ`αγαπάς;
Γιατι δεν μ` αγαπάς;

Αφού είναι εκεί..
Γιατί δεν το βλέπεις;
Πως μπορείς;
Πάντα να φεύγεις μακριά;
Όπως τώρα που βρίσκεσαι ξανά σε ταξίδι σε μια άγνωστη ήπειρο.
Για να μετρήσεις τα όρια της αδρεναλήνης σου.
Και σταυρώνω τα δάχτυλα.
Και δαγκώνω τα χείλη
 και κάνω μια ευχή.
Να περάσεις άδεια και άσχημα.
Και να σου λείψουν τα βράδια μας.
Εκείνα τα τα 5-6-7-8 βράδια μας.
Που χάιδευα με τα μάτια μου το σβέρκο σου ενώ έπαιζες μουσική.
Και χάιδευα το λαιμό σου με το στόμα μου
και το στέρνο σου και την κοιλιά σου .
Και μετά ήθελα να κοιμάμαι πάνω σου
και πάνω στα υγρά απο το κορμί σου.
Ή να τρίβω το πρόσωπό μου στα δάχτυλα των ποδιών σου
ή να στριμώχνομαι στην καμπύλη του λαιμού σου.
Και να νανουρίζομαι από τη μουσική της ανάσας σου.
Και να ειμαι ευτυχισμένη μετά από πολύ καιρό.

Και όταν  έφευγες για να ανακαλύψεις τον κόσμο
Εγώ.
Να πεθαίνω.
Να θλίβομαι.
Να λιώνω.

Και να γίνομαι άσχημη.

Που δε μ`αγαπάς.
Που δε μ`αγαπάς.

Και αγαπάς να φεύγεις
Από εμένα.
Και αγαπάς να φεύγεις.
Από εσένα.

Ιούλιος

         Ένα ατελείωτο πήγαινε έλα. Σταμάτησα να αντιστέκομαι στον Βραζιλιάνο. Άνοιξα διάπλατα την πόρτα μου. Κατέρρευσαν οριστικά οι αντιστάσεις μου. Αισθάνθηκα ανοχύρωτη. Ερημωμένη. Μέσα μου σφραγγίστηκε η επιθυμία μου για εκείνον. Και πήρα την απόφαση, να τον αφήνω...να φεύγει, να έρχεται. Όσο και όποτε θέλει εκείνος.

         Τότε επέστρεψε από ένα ακόμα ταξίδι. Το διάστημα που έλειπε ήταν εξουθενωτικό. Παρά τον έρωτά μου, αισθάνθηκα αποκομμένη. Ήρθε και με βρήκε πάλι σ` εκείνο το φοιτητικό καφενέ. Μπύρα και ψητό τυρί ξανά..Ήταν μάλλον κουρασμένος. Στεγνός. Αλλά συνέχισα να τον επιθυμώ. Η πρώτη μου επιθυμία ήταν να βουτήξω το κεφάλι μου στο λαιμό του και να κλάψω. Και να τον παρακαλέσω να μη φύγει ποτέ ξανά.

        Ενώ μου έκανε έρωτα, σκέψεις κακοποιούσαν το μυαλό μου. Αυτή η εξαπάτηση της εγκύτητας και η ψευδαίσθηση του οικείου με έκαναν να τον ερωτευτώ, ή να τον αγαπήσω, ή να εθιστώ στα δάχτυλά του τα γεμάτα σοκολάτα και στα χείλη του που μυρίζουν καπνιστή μπύρα και ψητό τυρί. Για πρώτη φορά αισθάνθηκα τη σκιά. Οτι δεν τον έχει αγγίξει τίποτα από αυτήν την ομορφιά που εγω βλέπω. Οτι είναι εδώ μόνο για αυτές τις στιγμές που περνάμε στο ίδιο κρεβάτι.Τρόμαξα και τον αγκάλιασα πιο σφικτά.
Ναι ηταν μιά ψευδαίσθηση.

      Στο τέλος ξάπλωσε δίπλα μου. Μιλάγαμε, με γέμιζε εικόνες και εγω γέλαγα σα παιδί. Η επιθυμία του είναι να περάσουμε το καλοκαίρι μαζί. Θα μαγειρεύουμε αγκινάρες με αυγά, θα πίνουμε ιδρωμένη ρακή και θα κοιμόμαστε μαζί στην αιώρα. Θα ζευγαρώνουμε και εγώ θα τον φωτογραφίζω στο ηλιοβασίλεμα να παίζει ukelele ή να χορεύει γυμνός.

Και οι δύο ξέραμε πως τίποτα από αυτά δεν θα γινόταν.

Φόρεσα το κόκκινο φουστάνι.

Δεν κοιμήθηκα εκεί..