Τετάρτη 11 Μαΐου 2016

Ένα αγόρι που το λένε Μοχάμεντ.

Και όσο το προσφυγικό ξεθωριάζει και γίνεται άλλη μια καθημερινότητα, τόσο χάνεται και εκείνος ο πρώτος ηρωισμός του να «σώζεις» ανθρώπους. Είναι εκείνη η κούραση βλέπεις, που σε κυριεύει. Όμως κάπου εκεί ανάμεσα στο Σχιστό, στο Ελληνικό στον Πειραιά, στα Εξάρχεια και στην Κυψέλη, συναντάς εκείνα τα μικρά αγόρια και τα μικρά κορίτσια που μπορούν και συγκλονίζουν την ύπαρξή σου. Κι εκεί που λες πως θα είναι το τελευταίο μεσημέρι  που επιστρέφεις κομμάτια από τη δουλειά , και που αρπάζεις 2 φέτες ψωμί και μια τυρί, που ξαναμπαίνεις σαν κυνηγημένη στο αυτοκίνητο για να βρεθείς σε κάποιο καταυλισμό, εκεί μέσα σε όλο αυτό, τυχαίνει να βρίσκεται στο δρόμο σου ένα μοναδικό αγόρι.
Κάτι συμβαίνει μέσα σε όλη αυτή τη λαοθάλασσα των παιδιών και κάποιες φορές συνδέεσαι μαζί τους με ένα παράξενο εσωτερικό τρόπο. Πολλές φορές έχει συμβεί σε εμένα και σε άλλους φίλους αυτή η παράξενη εμπειρία. Προχθές είχε έρθει η μητέρα μου σε ένα καμπ. Ένα ήρεμο κοριτσάκι  από το Αφγανιστάν την κοίταξε στα μάτια. Κατέληξαν αγκαλιά να κλαίνε και οι δυο... Δεν αντάλλαξαν ποτέ κάποια κοινή λέξη. Απλά κοιτάχτηκαν στα μάτια και αυτό το κοίταγμα ήταν η δήλωση πως “σε καταλαβαίνω”.

Έτσι έγινε και με τον Μοχάμεντ. Μπορεί να είναι κάπου στα 10 αλλά έχει ζήσει τόσα πολλά. Ήρθε από την Σομαλία με τους γνωστούς τρόπους. Το κεφάλι του είναι γεμάτο εκζέματα, από εκείνα που δημιουργεί ο ήλιος και η σκόνη στο παιδικό τρυφερό δέρμα.
Έχει άλλα 5 αδέρφια. Δεν είναι ο μεγαλύτερος αλλά όλη η οικογένεια εξαρτάται από αυτόν, γιατί έχει το χάρισμα να μαθαίνει γλώσσες. Ήδη γνωρίζει 6 γλώσσες και διαλέκτους. Μέσα σε 5-6 μήνες που βρίσκεται στην Αθήνα , έχει ήδη μάθει να μιλάει ελληνικά. Όλοι λοιπόν απευθύνονται σε αυτόν. Εθελοντές, συντονιστές πρόσφυγες. Όλοι.

Τον θυμάμαι στις πρώτες μέρες. Ήταν ένα βίαιο πλάσμα. Απροσάρμοστο και ανένταχτο. Τώρα κυκλοφορεί ανάμεσα στα κοντέινερ με ένα μπεζ μπουφάν 2-3 νούμερα μεγαλύτερο και κάτι ψεύτικα ray ban που κρέμονται από τη μπλούζα του. Είναι ένας μικρός αναντικατάστατος θεσμικός παράγοντας μέσα σε όλη αυτήν την αταξία και τον θόρυβο του καταυλισμού. Το αγόρι αυτό έχει αλλάξει. Όλη αυτή η αντάρα στη ζωή του, έχει εμφυσήσει δεξιότητες που πριν δεν είχε. Τώρα πια είναι συνεργάσιμος και ευγενικός. Ένας μαλαματένιος κρίκος που συνδέει ανθρώπους.

Στα τελευταία εργαστήρια κάτι έγινε μέσα μου με τον Μοχάμεντ. Του είπα πως είναι η πρώτη φορά μετά από 9 μήνες που μπορώ και μιλάω στη γλώσσα μου με ένα μικρό παιδί των καταυλισμών και είμαι πολύ συγκινημένη γι αυτό. Εκείνο το τελευταίο απόγευμα, έκατσα και του είπα όσα δεν είπα ποτέ σε κανένα άλλο προσφυγόπουλο. Και το αγόρι με άκουγε με προσοχή.
Αισθάνθηκα μεγάλη ευγνωμοσύνη γι αυτό το παιδί και έτσι άρχισα να τον παινεύω... Πολύ τον παίνεψα και τον γέμισα ευχές. Έτσι για να έχει απόθεμα. Και το αγόρι,ήσυχο, χαμογελούσε και με κοιταζε κατευθείαν στα μάτια. Το ξέρω αυτό το βλέμμα . Σα να μην χόρταινε από τα καλά λόγια. Και μέσα μου, έλεγα: “Πάρε αγόρι ! Πάρε όσες ευχές χρειάζεσαι. Πάρε όλα τα θετικά λόγια που μπορώ να σου δώσω. Όσα δεν έδωσα σε όλα τα παιδιά που βρέθηκαν στο δρόμο μου τους τελευταίους μήνες. Καθρέφτης να γίνουν τα λόγια μου για να δεις τις όμορφες και κρυφές δυνατότητές σου. Φύλαξε τα. Γερά. Κάνε απόθεμα. Θα το χρειαστείς στα επόμενα χρόνια”.
Και όλη αυτήν την ώρα οι ευχές που ξεστόμιζα συγκρούονταν στο μυαλό μου με άλλες εικόνες. Ανέχειας, παραβατικότητας, πολέμου. Αχ, κάνε αυτό το τεράστιο παιδικό μυαλό να βρει λίγο φιλόξενο τόπο. Να εξελιχτεί, να ανθίσει, να καρποφορήσει. (Θε μου(;) Φύλαξέ τον!)

Στο τέλος του έδωσα μια ζεστή αγκαλιά. Και χάιδεψα το κεφαλάκι του το πληγωμένο.

Μετά το αγόρι φώναξε και την μικρή του αδερφή να έρθει κοντά μου. Μου τη σύστησε. Γιασμίν. Του εξήγησα τι σημαίνει το όνομα της στα ελληνικά. Γιασεμάκι.. όμορφο και ευωδιαστό. Της μετέφρασε λέξη λέξη ότι έλεγα. Γελούσαν με την ψυχή τους και οι δυο. Ο Μοχάμεντ ενθουσιάστηκε. Δεν ήξερε πως τα ονόματα μπορεί να σημαίνουν κάτι. Ίσως και να κατανόησε πως οι λέξεις έχουν νόημα και κρυφές δυνάμεις

Και αυτή είναι άλλη μια  μικρή ιστορία από τους καταυλισμούς των προσφύγων που σε κάνουν να θες να συνεχίσεις για όσο σε αντέξουν τα πόδια σου. Και αυτές οι ιστορίες δεν γράφονται για να ενεργοποιήσουν το παροδικό συναίσθημά μας. Είναι δηλώσεις, πίστης. Γιατί τώρα που τα φώτα του προσφυγικού σβήνουν, πρέπει να συνεχίσουμε να κρατιόμαστε από κάπου. Όχι μόνο για το καλό αυτών των παιδιών. Μα περισσότερο για το δικό μας. Για να συνεχίσουμε να παίρνουμε ζωή από τα γεμάτα δύναμη και φωτιά μάτια του Μοχάμεντ.

Ακόμα και αν δεν θα έχω άλλους μαρκαδόρους, ακόμα και όταν δεν θα έχω μπλοκ ζωγραφικής,  τραπέζι για να τα ακουμπήσω, ή υπόστεγο για να διδάξω, ακόμα και  αν χρειαστεί να κάτσω στις πέτρες μαζί τους, ακόμα κι αν τελειώσουν τα χρήματά μου και δεν θα μπορώ να κεράσω σοκολάτες και καραμέλες την Γιασμιν, εγω...
..θα συνεχίσω.

Θα μου έχει μείνει η αγκαλιά, για να χωρέσει έστω ένα μοναδικό αγόρι σαν τον Μοχάμεντ.
Αυτό αρκεί για να αλλάξει τον κόσμο.
Έχω Πίστη.