(Μια φορά κι έναν καιρό, στα παλιά τα χρόνια....)
...Το αγροτικό χτυπούσε πάνω στις
μεγάλες πέτρες. Ήταν περασμένες 2 το πρωί.
Οδηγούσαν περισσότερο από μια ώρα. Από κάποιο
σημείο και μετά οι δρόμοι δεν της θύμιζαν κάτι. Δεν είχε σημασία. Είχε κρεμάσει
το χέρι της από το ανοικτό παράθυρο. Οι μυρωδιές από τη φύση είχαν
εισβάλει μέσα στο αυτοκίνητο και
μπερδεύονταν με τη μυρωδιά του Άντρα : μύριζε θυμάρι, πεύκο και φασκόμηλο. Του
έριχνε πλάγιες ματιές ενώ εκείνος ψιθύριζε μια μελωδία. Ήταν όμορφος. Ένας γίγαντας. Ένα
αγρίμι αδάμαστο. Όμορφος σαν άγριος λύκος. Άπλωσε το χέρι της και άγγιξε τα
μακριά ξανθά μαλλιά που έπεφταν στους ωμούς του.
Παράξενη βραδιά.
Έκλεισε τα μάτια.
Ήθελε να κλάψει. Παράξενη βραδιά. Παράξενα όμορφη.
Ο Άντρας έστριψε το τιμόνι και βγήκαν από τον
κεντρικό δρόμο. Μέσα από θάμνους και μονοπάτια κατευθύνθηκαν προς ένα
λόφο. Ήταν σκοτεινά. Καθώς ανέβαιναν το μόνο φως που ερχόταν ήταν από τα
μακρινά φώτα της πόλης και από τα αστέρια. Όσο ανέβαινε τον λόφο το αυτοκίνητο
τόσο τα αστέρια γέμιζαν τον ουρανό.Σε μια ακόμα στροφή
βρέθηκαν μπροστά σε ένα δάσος με βελανιδιές.
Σε άλλες συνθήκες θα μπορούσε να είχε παραλύσει από
φόβο. Πολλά θα μπορούσαν να συμβούν σε αυτήν την ερημιά. Όσο και να ουρλιάξεις
μέσα σε ένα δάσος από αρχαίες βελανιδιές δεν θα σε ακούσει κανείς. Εκείνη όμως
δεν φοβόταν.
Ο Άντρας τράβηξε το χειρόφρενο και βγήκε έξω από το
αυτοκίνητο. Μέσα στο σκοτάδι είδε την μπλε σκιά του να τεντώνεται και να
χάνεται πίσω από τα κλαδιά. Μετά από λίγο είδε το λευκό από τα μάτια και τα
δόντια του να τρυπάνε το σκοτάδι. Την πλησίασε. Χαμογελούσε. Της ζήτησε
να ανοίξει την πόρτα του αυτοκινήτου και άφησε πάνω στα πόδια της τα αχλάδια
που μόλις είχε κόψει. Με ενα μαχαίρι καθάρισε ένα και την τάισε στο στόμα.
-Έλα! της είπε.
Ένιωσε τη παλάμη της να λιώνει μέσα στη δική του
καθώς την τράβηξε μέσα στο δάσος με τις αρχαίες βελανιδιές.
Έβλεπε το σχήμα από το σώμα του να υψώνεται μπροστά
της και να την παρασύρει . Κάτω από το φως των αστεριών όλα είχαν γίνει μπλε.
Ένα πηχτό μπλε πλαγκτόν είχε τυλίξει τον κόσμο εκείνο το βράδυ.
«Που πάμε;», τον ρώτησε.
Μέσα στην μπλε αυτή αστεροσκονη είδε τα μάτια του
και το άσπρο των δοντιών του να της χαμογελούν.
«Έλα. Απόψε θέλω να ακούσεις και να δεις».
Αφέθηκε στην παλίρροια του Άντρα που την τραβούσε
μέσα στις αρχαίες βελανιδιές..
Για έναν ανεξήγητο λόγο αισθάνθηκε μια παράξενη
ευφορία να την πλημμυρίζει. Σήκωσε τα μάτια της προς τον ουρανό. Νόμιζε πως
είδε νεράιδες, ξωτικά και δαίμονες να κρέμονται από τα κλαδιά και να τη
χαιρετούν. Αλλά δεν φοβόταν. Αισθάνθηκε οικειότητα. Ελευθεριά.
Σα να είχε ξανά κάποτε περπατήσει σε αυτό εδώ το δάσος με τις αρχαίες βελανιδιές.
Ο Άντρας την έφερε στην άκρη του δάσους. Στην άκρη
της πόλης. Στην άκρη της γης. Βρίσκονταν πάνω από την πόλη. Στα πόδια τους
είχαν τον κόσμο. Μπροστά από τα δάχτυλα των ποδιών της ήταν οι
αυτοκινητόδρομοι, τα σπίτια, η θάλασσα. Αισθάνθηκε παντοδύναμη. Αισθάνθηκε
τεράστια. Για εκείνο το βράδυ ήταν η Θεά Άρτεμις της γονιμότητας, Η Θεα Μα-Κίγια
της Σελήνης. Η θεά Τσάσκα του λυκόφωτος.
Ο Άντρας λύκος την τράβηξε και της ζήτησε να κάτσει
πάνω σε μια λεία πέτρα που έμοιαζε με βωμό.
Και εκείνος τότε κούρνιασε ανάμεσα στα πόδια
της σα μωρό.
«Μείνε!» της είπε σχεδόν σα να την παρακαλούσε.
«Μαζί μου»,
είπε ο Λυκάνθρωπος με τα λευκά δόντια.
-"Αυτό δεν μπορεί να γίνει.
Δεν θα γίνει ποτέ".
Είπε εκείνη και τον χάιδεψε στα μακριά μαλλιά του.
Και τότε ο άντρας λύκος σηκώθηκε,
τέντωσε το σώμα
του,
έπεσε πάνω της
και την κατασπάραξε.