Πέμπτη 15 Φεβρουαρίου 2018

Δύο παιδιά από τη Μπαγκλάν

Afgan Village boy/from Tracys Gallery Box

O M. και η Α., είναι δύο έφηβοι από το Αφγανιστάν. Ήρθαν τις τελευταίες ημέρες στο καταυλισμό. Ταξίδεψαν από τη Μπαγκλάν, μια πόλη βόρεια του Αφγανιστάν. Στην πόλη τους στα αρχαία χρόνια, είχαν φτάσει  Έλληνες και ο Μέγας Αλέξανδρος είχε ξεκουραστεί. Το ήξεραν τα παιδιά αυτό. Όπως ήξεραν και πολλά άλλα. Τα αγγλικά τους είναι άψογα και η ευγένεια και η χάρη τους σε μαγεύει. Σε καμιά περίπτωση δεν ήταν το στερεότυπο που έχουμε για τους Αφγανούς. Το κορίτσι φόραγε ένα εφαρμοστό τζιν με αρβυλάκια και με τόλμη τίναζε τα μαλλιά της ελεύθερα στον αέρα σαν ατίθασο άλογο. Όταν της έδειξα μια φωτογραφία από την προγιαγιά μου , ξαφνιάστηκε καθώς δεν ήξερε ότι ακόμα και σε Δυτικές χώρες οι γυναίκες φορούσαν τζιχάμπ.

Μιλάω πολύ μαζί τους από τη στιγμή που τους γνώρισα. Ξέρουν πολλά και δείχνουν να θέλουν να μάθουν περισσότερα. Και δεν είναι τυχαίο. Η εκπαίδευση για την οικογένειά τους έπαιζε σημαντικό ρόλο. Ο μπαμπάς αντιφρονούντας στρατιωτικός, αντιδραστικός προς τους Ταλιμπάν, έφερνε κρυφά δάσκαλο στα παιδιά του, έναν φωτισμένο νεαρό άντρα και πολυταξιδεμένο για να τους μάθει να γράφουν, να διαβάζουν και να τους διδάξει  την Αλήθεια ότι σε κανέναν Θεό, μήτε σε άνθρωπο επιτρέπεται να σου κλέψει την Ελευθερία. Σε αυτό το κρυφό σχολειό πάνω στο χαλί του σπιτιού τους στη Μπαγκλάν, έμαθαν να αγαπούν τα βιβλία. Διαβάζουν ακόμα και την Αγία Γραφή, αν και αισθάνονται μουσουλμάνοι. Εκεί στα βιβλία και με τον φωτισμένο δάσκαλο έμαθαν πως ο χριστιανισμός και ο μωαμεθανισμός είναι μια  θρησκεία με κοινές ρίζες. Elena! Να διαβάσεις κι εσύ το Άγιο Κοράνι για να καταλάβεις πως η θρησκεια μας μιλάει για αγάπη και σεβασμό όπως και η δική σας!”, μου είπε τρυφερά η Α.

Μιλάω πολύ μαζί τους γιατί ο λόγος τους είναι αρτυμένος με χάρη, με κινήσεις και με μια θεατρικότητα που σε κερδίσει αμέσως.

Η χάρη σκοτείνιασε, όταν άρχισαν να μιλούν για το πως οι Ταλιμπάν αποδεκάτισαν την οικογένειά τους.
Αρχικά έστειλαν μήνυμα στον πατέρα ότι τους “χρωστάει” έναν στρατιώτη για να ενταχθεί στους μαχητές τους. Ο μικρός αδερφός, τότε 14 χρονών,φυγαδεύτηκε μέσα στην νύχτα από τον ίδιο τον πάτερα για να σωθεί. Ένα μικρό αγόρι με ένα σακίδιο στην πλάτη έφυγε τρέχοντας για να σωθεί από μια μοίρα που τον περίμενε γεμάτη θάνατο και οργή. Από τότε έχουν περάσει 2 χρόνια. Η οικογένεια έχει χάσει τα ίχνη του. Κάποιοι γνωστοί τους είπαν πως τον είδαν στη Γερμανία σε κάποιο σχολείο. Ο Ερυθρός Σταυρός τον αναζητά από τότε και ελπίζουν να βρεθεί σύντομα.

Υπάρχουν και άλλες 2 μεγαλύτερες αδερφές. Η μια βρίσκεται με τον πατέρα στην Τουρκία και δουλεύουν μαζί σε μια φάρμα. Καλλιεργούν την γη.
Η άλλη αδερφή σκοτώθηκε. Μια σφαίρα εξοστρακίστηκε και την σκότωσε. Έτσι απλά το ανέφεραν τα παιδιά και αμέσως άλλαξαν θέμα προς συζήτηση. Ήταν μια ακόμα παράπλευρη απώλεια.

Ο Μ. και η Α. μιλάνε για την Ελλάδα για το πόσο την αγάπησαν και πως ενα κομμάτι τους θα μείνει για πάντα εδώ. Θέλουν να εγκατασταθούν στην Γερμανία αλλά ο Μ. έχει υποσχεθεί στον εαυτό του πως θα γυρίσει στην Ελλάδα για να σπουδάσει. Θέλει να σπουδάσει φιλοσοφία εκεί που γεννήθηκε η φιλοσοφία.

Όταν ήρθαν στον καταυλισμό στην αρχή δεν ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα για το σχολείο γιατί νόμιζαν πως αφορούσε σε μαθήματα μέσα στον καταυλισμό. Όταν κατάλαβαν πως επρόκειτο για κανονικό σχολείο η Α. είπε πως ένιωσε την καρδιά της να φτερουγίζει. Κανονικό σχολείο; Με αίθουσα; Με θρανία; Με παιδιά, αγόρια και κορίτσια μαζί; Με δάσκαλο;
Γράφτηκε την Παρασκευή. Ούτε αυτή ούτε ο αδερφός της έκλεισαν μάτι για 2 ολόκληρες νύχτες το Σαββατοκύριακο. Το είπαν στον Πατέρα στο τηλέφωνο. Ούτε κι εκείνος ειπαν κοιμήθηκε εκείνο το σαββατοκύριακο. Για πρώτη φορά στη ζωή τους θα πήγαιναν σχολείο.

Με κάλεσαν στο caravan τους προχθές. Και μου έφτιαξαν καφέ. Όχι τσάι. Επειδή ξέρουν πως στους Έλληνες δεν αρέσει τόσο πολύ το τσάι. Και με κέρασαν και κουλούρια που είχε φτιάξει η μαμά.
Έβγαλα τα παπούτσια και καθίσαμε στο χαλί σαν σε κύκλο με τη μαμά από απέναντι να μου στέλνει φιλάκια με την παλάμη της.

Και μιλήσαμε ξανά πολύ.
Και η κουβέντα ήταν αρτυμένη. Με αλάτι και μπαχάρια της ανατολής, με αγάπη, με σεβασμό και με ελευθερία


(Ευχαριστώ).