(Μια φορά κι έναν
καιρό)
Ρέθυμνο, Αύγουστος, 2010
Παρά την πρόταση φίλης να περάσουμε μαζί
το απόγευμα, ξεκίνησα με το μικρό μπλε σαραβαλάκι
μου μέσα στο καταμεσήμερο μόνη, για
να κολυμπήσω σε κάποια παραλία του Νότου. Μετά
από 40 λεπτά οδήγηση, πέρασα από τον Κουρταλιώτη και μετά από λίγο έκανα
το μπάνιο μου στο Αμμούδι. Έμεινα μέχρι αργά στην παραλία και
οταν βαρέθηκα κάπως, κατέληξα μετά απο περιπλάνηση για φαγητό σε ένα
χωριό με το όνομα Μύρθιος.
Το φως είχε ήδη πέσει και όλα ήταν γλυκά
και κόκκινα. Ο Θεός των μοναχικών γυναικών, είχε φροντίσει να υπάρχει ένα κενό
μικρό τραπέζι, στην άκρη της βεράντας της παραδοσιακής ταβέρνας. Η πανοραμική
θέα από εκεί ήταν παραπάνω από εντυπωσιακή. Όλος ο κόλπος του Πλακιά απλωνόταν
μπροστά μου. Αριστερά ήταν ο επιβλητικός βράχος με την αμμώδη τεράστια παραλία
και δεξιά το κομμάτι με τους γκρίζους λόφους. Απέναντι μόλις
που διακρίνονταν οι σκιές από την Γαύδο και την Γαυδοπούλα.
Έδυε ο Ήλιος εκείνη τη στιγμή. Εκείνος ο
Ήλιος, που σε κάνει να αισθάνεσαι δέος που αυτή η χώρα σου ανήκει. Ήταν μια
πολύ παράξενη αίσθηση εκείνη η στιγμή. Ο Ήλιος σα να υπήρχε μόνο
για εμένα εκείνο το απόγευμα. Είχε απλώσει όλα τα θερμά τα χρώματά του παντού
μπροστά μου. Σα να ήθελε να με φλερτάρει. Ένας Ήλιος μόνο για εμένα.
Την ώρα λοιπόν που έσβηνε το τελευταία
κόκκινο πίσω από τα βράχια, καθόμουν στο τραπέζι μου. Στην αρχή αισθάνθηκα λίγο
άβολα. Ήμουν μόνη. Πως φαινόμουν άραγε στα μάτια του κόσμου; Άλλη μια ταλαίπωρη
ψυχή πονεμένη που η άκαρδη μοίρα την υποχρέωσε να περνάει
μοναχικές διακοπές τον Αύγουστο;
Καθώς περίμενα, συνειδητοποίησα πως
κανείς δεν με κοίταζε. Ήταν όλοι ξένοι βέβαια και προφανώς στην κουλτούρα
των Ευρωπαίων η εικόνα μιας γυναίκας να κάνει διακοπές ή να τρώει
σε ένα εστιατόριο μόνη της, μάλλον δεν ξενίζει.
Όταν ήρθε ο σερβιτόρος,παρήγγειλα τρία
αγαπημένα πιάτα: ψητές πανσέτες με θυμάρι, ανθούς γεμιστούς με ρύζι και
γιαούρτι, σαλάτα με ντάκο και ένα ποτήρι λευκό κρασί. Και μετά ένα δεύτερο. Και
τέλος ένα τρίτο, μαζί με μια σφακιανή πίτα με μέλι.
Άρχισα να απολαμβάνω αργά το δείπνο μου.
Κάθε μια μπουκιά εξαφανιζόταν αργά μέσα στα σωθικά μου. Τα αρώματα απο τα
μυρωδικά ήταν σαν βεγγαλικά που εσκαγαν μέσα μου.
Συνειδητοποίησα πως το αργό και ήρεμο
τέμπο κάθε μπουκιάς, έκανε και το τέμπο της καρδιάς μου να ηρεμεί. Οι αισθήσεις
ήταν όλες σε εγρήγορση. Άγνωστα πρόσωπα μου χαμογέλασαν λες και
άκουσαν την χαρά της ψυχής μου.
Εκεί μέσα στις γεύσεις και στις όμορφες
εικόνες, συνειδητοποίησα ότι ήμουν μόνη, αλλά αισθανόμουν ωραία. Αισθανόμουν
όμορφη. Σα να είμαι...ευτυχισμένη.
Αυτή είναι η όμορφη ζωή, ( ψιθύρισε το
μικρό παιδί από το πίσω μέρος του μυαλού μου).
Όμορφη, ήσυχη ζωή. Ηρεμία. Το είχα
ξεχάσει αυτό το αίσθημα. Γέλασα κρυφά. Μπορούσα να φέρω στο
μυαλό μου κάποιους συντρόφους μου, που αν και είχαμε ευκαιρίες, δεν καταφέραμε ποτέ να αισθανθούμε αυτην την ήρεμη ευτυχία
πάνω από ένα πιάτο φαγητου. Νευρώσεις, σκιές, απωθημένα, θέλω, δεν θελω,
καυγάδες και τόσα άλλα περιττά, επισκίαζαν τις όμορφες εικόνες και ότι θα
μπορούσε να είναι απλά όμορφο και δυνατό και για τους δυο μας.
Πόσο αστείο....Ένα μοναχικό δείπνο
μπορεί να κάνει μια γυναίκα να...ολοκληρωθεί. Χωρίς καν την παρουσία
ενός άντρα.
Ήθελα να κλάψω από την ομορφιά της ζωής
μου εκείνη την στιγμή.
Έμεινα μέχρι αργά, να
απολαμβάνω αυτήν την ομορφιά.