Τρίτη 30 Αυγούστου 2016

Πίσω από τα αρμυρίκια.

(Αύγουστος 2010)

Βρίσκομαι στα Χανιά. Λίγο πριν την τελική αναχώρηση περπάτησα για λίγο  μέχρι  το παλιό λιμάνι. Εκεί περίπου  που  βρισκόταν  το παλιό Ξενία, υπάρχει ένα  απόμερο σημείο κρυμμένο πίσω από τα αρμυρίκια και το πάρκινγκ του λιμανιού. Από παιδί συνήθιζα να κάθομαι εκεί και να κοιτάζω τη θάλασσα.
Το σημείο αυτό ήταν άλλο ένα από τα καταφύγιά μου. Τόσο απόμερο που ακόμα και οι ήχοι από το δρόμο δεν το αγγίζουν. Κάθισα πάνω στη τσιμεντένια αποβάθρα και άφησα τα μάτια μου να ταξιδέψουν πέρα από τα βράχια , πίσω από τους κυματοθραύστες, πέρα από τον Φάρο. Έβγαλα τα σανδάλια, κρέμασα τα πόδια  πάνω από το νερό και αφουγκράστηκα το θόρυβο που έκαναν τα εξοργισμένα κύματα.
Ο απολογισμός αυτού του καλοκαιριού; Δεν ξέρω….Έμαθα πολλά…γνώρισα πολλά για εμένα και τους άλλους. Έβαλα περισσότερα όρια στις σχέσεις μου και άφησα πιο ελεύθερο τον εαυτό μου . Μετά από αυτό το καλοκαίρι, ποτέ ξανά δεν θα είμαι η ίδια. Δεν ξέρω ωστόσο τι αισθάνομαι. Σίγουρα αισθάνομαι πιο δυνατή, πιο έτοιμη να προχωρήσω μπροστά, αλλά με μια γλυκόπικρη γεύση.
Θα συνεχίσω να αναζητώ τον όμοιο και τον αντίστοιχο. 
Τη ζωή που θα κυλά.
Και την Αγάπη που χρειάζομαι.
Ναι την Αγάπη.

Ένα τεράστιο κύμα έπεσε πάνω στους κυματοθραύστες.
Ο θόρυβος ήταν εκκωφαντικός.
Σαν ανθρώπου φωνή θυμωμένη.
Μετά ο θόρυβος έπεσε….το ίδιο και το νερό…
Και η θάλασσα μου μίλησε….
Και μου είπε να την κοιτάξω. Και να γίνω σαν και εκείνη. Εκείνη, πέφτει στα βράχια, πληγώνεται…γίνεται κομματάκια, μικρά, γυάλινα, αφρού. Τα κομμάτια της χάνονται στις εσοχές των μαύρων βράχων, αλλά πάντα μαζεύεται πίσω…γίνεται ένα με τον εαυτό της.
 Και μετά επιστρέφει στην αρχή της.
Στη  Μεγάλη Θάλασσα.
Την ζεστή Μητέρα, την αλμυρή Ερωμένη, το Αεικίνητο θεριό.

-“Γίνε σαν και εμένα. Δυνατή, πληγωμένη, όμορφη».

Ήρεμα έστρεψα τα μάτια μου προς τη Μεγάλη Θάλασσα.
Σκούπισα τα δάκρυά μου και συνειδητοποίησα ότι χαμογελάω.

Και ύστερα από αυτό, το παιδάκι στο πίσω μέρος του μυαλού μου χτύπησε τις παλάμες με χαρά

.



Σάββατο 27 Αυγούστου 2016

Γυναίκες στα δεσμά

Εκείνοι που έχουν δουλέψει με άτομα από ευπαθείς ομάδες τα οποία ανήκουν σε διαφορετικές κουλτούρες,  (τουλάχιστον εκείνοι που είναι συνεχώς σε επιμόρφωση και κατά κάποιο τρόπο βρίσκονται κάτω από  την εποπτεία κάποιου φορέα ) ξέρουν  πως ένας από τους μεγάλους και κρυφούς κινδύνους του κεκαλυμμένου ρατσισμού, είναι να φιλτράρουν  τις πολιτισμικές συνήθειες άλλων, μέσα από το πρίσμα της δικής τους κουλτούρας, να διαγνώσουν αυθαίρετα κοινωνικές «ασθένειες»  και να κατασκευάσουν  στερεότυπα . 
Το είδα στην Αφρική αυτό. Η εικόνα του υποσιτισμένου παιδιού που το τρώει ο γύπας ή  το χαρούμενο φτωχό παιδί που όλο χορεύει, ή ο ρακένδυτος άβουλος  Αφρικανός πολίτης που δεν έχει στον ήλιο μοίρα, ενδεχομένως να είναι σε κάποιο βαθμό  πραγματικές εικόνες αλλά δεν ανταποκρίνονται στην πλήρη, στη γενική, στην μεγάλη  εικόνα όλων των κατοίκων της Ηπείρου που σε πολλές περιπτώσεις διεκδικούν, δημιουργούν και κάνουν ότι περνάει από το χέρι τους για να βελτιώσουν τη ζωή τους και τα στερεότυπα που τους βαραίνουν.

Αυτές τις ημέρες που βρίσκομαι στην Κρήτη, είδα μια εικόνα που φυσικά την έχω δει σχεδόν σε όλα τα χωριά της χώρας που έχω επισκεφτεί. Το φεμινιστικό μου ξυπνάει όταν βλέπω γυναίκες να ζουν σαν τα «βαρελόσκυλα»: δεμένες με αόρατα σχοινιά μέσα σε σπίτια  που δύσκολα θα ξεμυτίσουν από αυτά  εάν δεν υπάρχει κάποιος σοβαρός λόγος.Οι ηθικοί νόμοι και οι θρησκευτικοί, σε συνδυασμό με τις κλειστές αυτές κοινωνίες, έχουν καλλιεργήσει ένας είδος γυναίκας πιο παθητικής κοινωνικά και δύσκολα ανέχονται  εναλλακτικές συμπεριφορές. Διάβασα σήμερα στο διαδίκτυο τα λόγια μίας ψυχολόγου που έλεγε: "Δεν υπάρχει δεδομένη ελευθερία στην επιλογή. Διαλέγεις σύμφωνα με τον τρόπο που έχεις ανατραφεί, σύμφωνα με την κοινωνική, οικονομική και θρησκευτική διαμόρφωσή σου» . Και συμφωνώ απόλυτα με αυτό. Αλλά πάντα , όπως και εφέτος με προβλημάτισε, πως νεαρά κορίτσια αριστούχες  Πανεπιστημίων, μένουν παθητικές σε αυτούς τους "άγραφους" νόμους και επιστρέφουν αμέσως μόλις αποφοιτήσουν στα χωριά τους για να παντρευτούν; Μέσα από το πρίσμα της χειραφέτησης της γυναίκας και τις δικές μου εμπειρίες και διεκδικήσεις, έκανα το εξής ατόπημα: κατέκρινα τις επιλογές τους αυτές. Μάλλον κατέκρινα τις ίδιες. 
Μα κάποιος υπερασπιστής της ελευθερίας του ατόμου θα απορήσει: «Ατόπημα; Μα πως μπορείς να μην κατακρίνεις αυτές τις στάσεις;».

Θα εξηγήσω αμέσως τι εννοώ.

Σαν Ελένη έχω ξεκάθαρη ιδέα για το τι είναι η ελευθέρια για  τη Γυναίκα και με ποιους τρόπους εκφράζεται. Έχω ξεκάθαρη ιδέα της ιδανικής ισότητας και αυτήν διεκδικώ.  Ανήκω, θέλω να πιστεύω σε αυτό το είδος των γυναικών που διεκδικεί περισσότερο από όλα την ελευθερία στο σώμα της, στο χώρο της, στη ζωή της. Οι εμπειρίες, τα διαβάσματα, η δική μου αντιδραστικότητα, με έχει κάνει να επιλέξω αυτό το πρότυπο γυναίκας. Είναι η επιλογή μου. Δεν είχα πάντα αυτό το πρότυπο όμως, αφού κι εγώ ακολουθούσα παθητικά άλλους "άγραφους" νόμους σε άλλες φάσεις της ζωής μου. Στην πορεία μου και το άγχος του γάμου πέρασα και τον Μεσσία Σύντροφο κυνήγησα και σε εξάρτηση έπεσα από  διάφορα life style και νοοτροπίες, και τη φωλιά με τα κουτάβια φαντασιώθηκα, κ.α. Ακόμα πέρασαν περίοδοι που  υπήρξα ελευθεριακή,  αλλά υπήρξα ακόμα και τρομακτικά  συντηρητική. Έχω περάσει από όλα τα γνωστά γυναικεία στερεότυπα. Σταδιακά μεταπηδούσα από τον ενα τύπο γυναίκας στον άλλον για να καταλήξω σε αυτόν που είμαι τώρα και άγνωστο σε τι άλλο θα μετασχηματιστώ στο μέλλον. 
Αυτές ήταν οι επιλογές μου.Ήμουν αν όχι ευτυχισμένη, τουλάχιστον αισθανόμουν βολικά μέσα σε αυτές. Όταν σταμάτησα να αισθάνομαι βολικά διεκδίκησα με όποιο κόστος την αλλαγή. Κόστος; Ναι. Σίγουρα. Πάντα υπάρχει κόστος σε αυτού του είδους τις αλλαγές και ένα κομμάτι του γυναικείου πληθυσμού έχουμε την πολυτέλεια της επιλογής του κόστους 
Κάθε κοινωνία ορίζει τα Ταμπού και τα Τοτέμ για τα παιδιά της. Κάθε ένας που αποφασίσει να παραβιάσει τα ιερά Τοτέμ παύει να ανήκει σε αυτή. Το δύσκολο είναι να βρεις άλλη «κοινωνία» για να ανήκεις. 
Πως άλλαξα; Οι συγκυρίες; Οι σπουδές που έκανα (και συνεχίζω να κάνω;) τα βιβλία που διάβασα; τα ταξίδια; Οι άνθρωποι που συνάντησα; Η ιδιοσυγκρασία; Δεν έχω αποφασίσει ακόμα.

Και γιατί τα λέω αυτα;

Παρατήρησα σήμερα δυο γιαγιάδες που με προσκάλεσαν για να κάνουμε «γειτονιά», πόσο χαρούμενες  και ικανοποιημένες ήταν μέσα σε αυτη τη μικρή σύναξη γυναικώνΚαθίσαμε όλες η καθεμιά πίσω από το μπαλκόνι της  και μιλούσαμε για ότι συνέβαινε στο χωριό και στον κόσμο εκείνες τις ημέρες. Και ήταν διασκεδαστικό. Ναι,πέρασα πολυ ωραία μαζί τους.

Επιστρέφοντας στο σπίτι έκανα τα εξής ερωτήματα:

Θα μπορούσες να μείνεις για πάντα σε αυτο το χωριό και να μιλάς τα απογεύματα με τις γιαγιάδες; Όχι.
Αυτές θα μπορούσαν να είναι ευτυχισμένες και χαρούμενες στις βεράντες της Πατησίων; 
Είμαι σίγουρη πως όχι. Βάζω την εικόνα μιας γιαγιάς να κοιτάει τις κεραίες από τον 4ο όροφο ενός διαμερίσματος στην Πατησίων και στεναχωριέμαι.
Μπορείς να πεις οτι αυτές οι γυναίκες είναι ευπαθής ή καταπιεσμένη ομάδα επειδη δεν έχουν τις δικές σου ιδέες και συνήθειες;; Ή δεν έχουν τον τρόπο ζωής μιας 65χρονης που μένει στα Πατήσια; 
 Άραγε, Μπορώ;  

Δεν υπερασπίζομαι τα «δεσμά» των γυναικών. Είτε έχουν τη μορφή μιας μπουργκας, ή άλλες λιγότερο εμφανείς μορφές περιορισμού. Η αλήθεια είναι πως υπάρχουν πολλά είδη από αόρατες αλυσίδες περασμένες στα πόδια των γυναικών και πολλά είδη ηθικής και ψυχολογικής κλειτοριδεκτομής που γι αυτά πρέπει να αρχίσουμε να μιλάμε ανοικτά (σε άλλο αρθρο!). 
Αλλά μπορούμε να τα τραβήξουμε με βία; Με νόμους; Με επιβολή; Με κηρύγματα; Με άρθρα; Με φωνές; Με θυμούς; Με κοινοποιήσεις; Με σεμινάρια με..με...

Ίσως να είναι πολύ καλό αν  τα κάνουμε όλα αυτά. Ίσως. Δεν ξέρω. Ίσως να μην έχουν κάποια αξία. Ισως να χρειάζεται χρόνος. Βιβλία, Πανεπιστήμια.Θεσμοί. Ίσως οι αλλαγές να είναι μονο θέμα ιδιοσυγκρασιακό. 
Δεν ξέρω.

Σε κάθε περίπτωση πριν οτιδήποτε άλλο, ας ρωτήσουμε πρώτα τις γυναίκες. 
Τις γιαγιάδες, τις φοιτήτριες στα χωριά, τις μαμάδες στα Πατήσια, τις μουσουλμάνες στις παραλίες, τι από όλα αυτά τις κάνουν ευτυχισμένες.

Στο τώρα.
Στον δικό τους κόσμο.
Όχι στον δικό μας.


Ανώγεια, 2015, @Ελένη Καραγιάννη

Τετάρτη 17 Αυγούστου 2016

Ο Στηβ. Ένα καλοκαίρι στα Χανιά

..Μία από τις αγαπημένες  δραστηριοτητες όταν πήγαινα στο σπίτι της γιαγιάς στα Χανιά για τις καλοκαιρινές διακοπές, ήταν να παρακολουθώ τους ναυτες που άραζαν στην παραλία της γειτονιάς. Θυμάμαι τον εαυτό μου παιδάκι,στην αρχή της εφηβείας, να σηκώνομαι κρυφά από το κρεββάτι  τις νύχτες και να κατασκοπεύω από το παράθυρο  το εστιατόριο που ήταν κάτω από το σπίτι. Όταν η Αμερικανική βάση άλλαζε φουρνιά, γέμιζαν όλα τα εστιατόρια και τα ξενοδοχεία των Χανίων από ξυρισμένους καλογυμνασμένους φαντάρους. Έβλεπες μια λαοθάλασσα από ροζ ή μαυρα αγόρια.
Σε αυτές τις μαζώξεις στο εστιατόριο, όλοι παρεκτρέπονταν από το αλκοόλ. Κρυφά κοίταγα τα μυώδη σώματά τους ιδρωμένα να χορεύουν πάνω στα τραπέζια, γυμνά πολύ συχνά. Θα ήμουν 11-12 τότε, αλλά νομίζω πως μέσα από εκείνες τις εικόνες, ανακάλυψα τον αισθησιασμό του αντρικού κορμιού. Δεν ήξερα γιατί, αλλά δεν χόρταινα να τους παρατηρώ...κρυβόμουν πίσω από τις κουρτίνες και για πολλή ώρα κολλούσα σε αυτό το θέαμα.
Μερικές φορές τα νεαρά αγόρια γίνονταν πιο τολμηρά και πλησίαζαν τα κορίτσια στις πλατείες... Θυμάμαι τον Στηβ. Ένας μαυρος αμερικάνος  20 χρόνος φαντάρος.
Παρά το νεαρό της ηλικιας ήμουν αρκετά  ανεπτυγμένη και το στήθος μου είχε ήδη φουσκώσει αισθητά. Εκείνη τη χρονιά, μου είχε έρθει η περίοδος και όπως ήταν φυσικό δεν ήμουν ακόμα και τόσο συμβιβασμένη με τον νέο τίτλο της Γυναίκας. Αισθανόμουν ντροπή και ήμουν μαζεμένη, γιατί οι συνομήλικές μου απείχαν ακόμα ηλικιακά από αυτές τις  σωματικές αλλαγές. Εμένα όμως το σώμα μου βιαζόταν να γίνει Γυναίκα. Έκανα παρέα με μεγαλύτερα κορίτσια και μόνο οι αναστολές μου και το ότι κοκκίνιζα εύκολα από ντροπή, ήταν τα σημάδια που πρόδιδαν την πραγματική μου ηλικία.
             Ο Στηβ με έβρισκε τα απογεύματα στο 3ο παγκάκι στην παραλία της Νέας χώρας. Μας περιτριγύριζε για καιρό με τους φίλους του, ενώ εμείς τα κορίτσια χαζογελούσαμε συνεσταλμένα. Ήταν όμορφος, μυώδης , χαμογελαστός με δυο ολοστρόγγυλα ευγενικά μάτια.
Η μοιρασιά του ποιος πάει με ποια, έγινε και ο Στηβ ήρθε και έκατσε μαζί μου, πάνω στη πλάτη του παγκακιού.. Καθώς μιλούσαμε, άπλωσε δειλά το χέρι του και άγγιξε τα δάχτυλά μου. Τρομοκρατήθηκα. Έτρεμα....Χιλιάδες σκέψεις με είχαν κάνει να μουδιασω:. Τι θα πουν οι άλλοι, αν θα ήθελα να κάνω έρωτα μαζί του, αν θα πονάει, αν θα μείνω έγκυος, αν θα μου άρεσε να με φιλήσει. Άφησα το χέρι μου εκεί, παρά το φόβο. Ο Στηβ είχε πλησιάσει πολύ. Αισθανόμουν τα μπράτσα του να ακουμπούν στα δικά μου. Ένιωθα την μυρωδιά του. Έντονη. Αλλά και γλυκιά. Δεν είχα ξαναμυρίσει τέτοια μυρωδιά. Λίγες φορές είχα αφήσει αγόρι να με πλησιάσει τόσο. Ένοιωσα ένα πρωτόγνωρο αίσθημα, καθώς οι αισθήσεις, η αφή, η όσφρηση ήταν σε έκρηξη. Το μόνο που ήθελα να κάνω ήταν να βουτήξω το πρόσωπο μου στο λαιμό του. Μισό ναρκωμένη, άκουσα τον Στηβ να με ρωτάει εάν θα ήθελα αύριο να πάμε μια βόλτα στο λιμάνι μαζί. Μηχανικά σαν υπνωτισμένη απάντησα “Ναι”... Ακολούθησαν και άλλες ερωτήσεις. Το χέρι του παρέμενε πάνω στο δικό μου αλλά αυτήν τη φορά το είχε καλύψει εντελώς με τη μελαμψή παλάμη ....Απαντούσα μηχανικά στις ερωτήσεις του, σαν υπνωτισμένη. Δεν ήξερα τι μου συνέβαινε. Ζαλιζόμουν. Ήθελα να κλείσω τα μάτια μου αλλά εκείνα είχαν κολλήσει πεισματικά στην καμπύλη του λαιμού του. Να πάρει! Ο χρόνος είχε κολλήσει. Τι μου συνέβαινε;
Ο Στηβ με ρώτησε την ηλικία μου . Όταν του είπα πως είμαι 11, ευθύς άλλαξε η έκφρασή του, απομάκρυνε το σώμα του από κοντά μου και καθώς αποτραβούσε το χέρι του, σηκώθηκε λέγοντας με πολύ ευγενικό τρόπο: «Girl....live your life...you are so young....» Kαι έφυγε βιαστικά. Χάθηκε το σχήμα του μέσα στα ξυρισμένα κεφάλια από το μπούγιο των φίλων του.

Ακόμα μέχρι και σήμερα έχω την μυρωδιά του στα ρουθούνια μου, το σχήμα του προσώπου του και το μέταλλο της φωνής του, μέσα στο κεφάλι μου.


Δευτέρα 15 Αυγούστου 2016

Ενα βράδυ σε ένα χωριό που το έλεγαν Μύρθιο.

(Μια φορά κι έναν καιρό)
Ρέθυμνο, Αύγουστος, 2010

Παρά την πρόταση φίλης να περάσουμε μαζί το απόγευμα, ξεκίνησα με το μικρό μπλε σαραβαλάκι μου μέσα στο καταμεσήμερο μόνη, για να κολυμπήσω σε κάποια παραλία του Νότου. Μετά από 40 λεπτά οδήγηση, πέρασα από τον Κουρταλιώτη και μετά από λίγο έκανα το μπάνιο μου στο Αμμούδι. Έμεινα μέχρι αργά στην παραλία και οταν βαρέθηκα κάπως, κατέληξα μετά απο περιπλάνηση για φαγητό σε ένα χωριό με το όνομα  Μύρθιος.
Το φως είχε ήδη πέσει και όλα ήταν γλυκά και κόκκινα. Ο Θεός των μοναχικών γυναικών, είχε φροντίσει να υπάρχει ένα κενό μικρό τραπέζι, στην άκρη της βεράντας της παραδοσιακής ταβέρνας. Η πανοραμική θέα από εκεί ήταν παραπάνω από εντυπωσιακή. Όλος ο κόλπος του Πλακιά απλωνόταν μπροστά μου. Αριστερά ήταν ο επιβλητικός βράχος με την αμμώδη τεράστια παραλία και δεξιά το κομμάτι με τους γκρίζους λόφους. Απέναντι μόλις που διακρίνονταν οι σκιές από την Γαύδο και την Γαυδοπούλα.
Έδυε ο Ήλιος εκείνη τη στιγμή. Εκείνος ο Ήλιος, που σε κάνει να αισθάνεσαι δέος που αυτή η χώρα σου ανήκει. Ήταν μια πολύ παράξενη αίσθηση εκείνη η στιγμή. Ο Ήλιος σα να υπήρχε μόνο για εμένα εκείνο το απόγευμα. Είχε απλώσει όλα τα θερμά τα χρώματά του παντού μπροστά μου. Σα να ήθελε να με φλερτάρει. Ένας Ήλιος μόνο για εμένα.
Την ώρα λοιπόν που έσβηνε το τελευταία κόκκινο πίσω από τα βράχια, καθόμουν στο τραπέζι μου. Στην αρχή αισθάνθηκα λίγο άβολα. Ήμουν μόνη. Πως φαινόμουν άραγε στα μάτια του κόσμου; Άλλη μια ταλαίπωρη ψυχή πονεμένη που η άκαρδη μοίρα την υποχρέωσε να περνάει μοναχικές διακοπές τον Αύγουστο;
Καθώς περίμενα, συνειδητοποίησα πως κανείς δεν με κοίταζε. Ήταν όλοι ξένοι βέβαια και προφανώς στην κουλτούρα των Ευρωπαίων η εικόνα μιας γυναίκας να κάνει διακοπές ή να τρώει σε ένα εστιατόριο μόνη της, μάλλον δεν ξενίζει.
Όταν ήρθε ο σερβιτόρος,παρήγγειλα τρία αγαπημένα πιάτα: ψητές πανσέτες με θυμάρι, ανθούς γεμιστούς με ρύζι και γιαούρτι, σαλάτα με ντάκο και ένα ποτήρι λευκό κρασί. Και μετά ένα δεύτερο. Και τέλος ένα τρίτο, μαζί με μια σφακιανή πίτα με μέλι.
Άρχισα να απολαμβάνω αργά το δείπνο μου. Κάθε μια μπουκιά εξαφανιζόταν αργά μέσα στα σωθικά μου. Τα αρώματα απο τα μυρωδικά ήταν σαν βεγγαλικά που εσκαγαν μέσα μου.
Συνειδητοποίησα πως το αργό και ήρεμο τέμπο κάθε μπουκιάς, έκανε και το τέμπο της καρδιάς μου να ηρεμεί. Οι αισθήσεις ήταν όλες σε εγρήγορση. Άγνωστα πρόσωπα μου χαμογέλασαν λες και άκουσαν την χαρά της ψυχής μου.
Εκεί μέσα στις γεύσεις και στις όμορφες εικόνες, συνειδητοποίησα ότι ήμουν μόνη, αλλά αισθανόμουν ωραία. Αισθανόμουν όμορφη. Σα να είμαι...ευτυχισμένη.
Αυτή είναι η όμορφη ζωή, ( ψιθύρισε το μικρό παιδί από το πίσω μέρος του μυαλού μου).
Όμορφη, ήσυχη ζωή. Ηρεμία. Το είχα ξεχάσει αυτό το αίσθημα. Γέλασα κρυφά. Μπορούσα να φέρω στο μυαλό μου κάποιους  συντρόφους μου, που αν και είχαμε ευκαιρίες, δεν καταφέραμε ποτέ να αισθανθούμε αυτην την ήρεμη ευτυχία πάνω από ένα πιάτο φαγητου. Νευρώσεις, σκιές, απωθημένα, θέλω, δεν θελω, καυγάδες και τόσα άλλα περιττά, επισκίαζαν τις όμορφες εικόνες και ότι θα μπορούσε να είναι απλά  όμορφο και δυνατό και για τους δυο μας.
Πόσο αστείο....Ένα μοναχικό δείπνο μπορεί να  κάνει μια γυναίκα να...ολοκληρωθεί. Χωρίς καν την παρουσία ενός άντρα.

Ήθελα να κλάψω από την ομορφιά της ζωής μου εκείνη την στιγμή.

Έμεινα μέχρι αργά, να απολαμβάνω αυτήν την ομορφιά.


Δευτέρα 8 Αυγούστου 2016

Στο δάσος με τις αρχαίες βελανιδιές

(Μια φορά κι έναν καιρό, στα παλιά τα χρόνια....)

...Το αγροτικό  χτυπούσε  πάνω στις μεγάλες πέτρες. Ήταν περασμένες 2 το πρωί.
Οδηγούσαν περισσότερο από μια ώρα. Από κάποιο σημείο και μετά οι δρόμοι δεν της θύμιζαν κάτι. Δεν είχε σημασία. Είχε κρεμάσει το χέρι  της από το ανοικτό παράθυρο. Οι μυρωδιές από τη φύση είχαν εισβάλει μέσα  στο αυτοκίνητο και μπερδεύονταν με τη μυρωδιά του Άντρα : μύριζε θυμάρι, πεύκο και φασκόμηλο. Του έριχνε πλάγιες ματιές ενώ εκείνος ψιθύριζε  μια μελωδία. Ήταν όμορφος. Ένας γίγαντας. Ένα αγρίμι αδάμαστο. Όμορφος σαν άγριος λύκος. Άπλωσε το χέρι της και άγγιξε τα μακριά ξανθά μαλλιά που έπεφταν στους ωμούς του.

Παράξενη βραδιά. 
Έκλεισε τα μάτια. 
Ήθελε να κλάψει. Παράξενη βραδιά. Παράξενα όμορφη.

Ο Άντρας έστριψε το τιμόνι και βγήκαν από τον κεντρικό  δρόμο. Μέσα από θάμνους και μονοπάτια κατευθύνθηκαν προς ένα λόφο. Ήταν σκοτεινά. Καθώς ανέβαιναν το μόνο φως που ερχόταν ήταν από τα μακρινά φώτα της πόλης και από τα αστέρια. Όσο ανέβαινε τον λόφο το αυτοκίνητο τόσο τα αστέρια γέμιζαν τον ουρανό.Σε μια ακόμα στροφή βρέθηκαν μπροστά σε ένα δάσος με βελανιδιές.
Σε άλλες συνθήκες θα μπορούσε να είχε παραλύσει από φόβο. Πολλά θα μπορούσαν να συμβούν σε αυτήν την ερημιά. Όσο και να ουρλιάξεις μέσα σε ένα δάσος από αρχαίες βελανιδιές δεν θα σε ακούσει κανείς. Εκείνη όμως δεν φοβόταν.

Ο Άντρας τράβηξε το χειρόφρενο και βγήκε έξω από το αυτοκίνητο. Μέσα στο σκοτάδι είδε την μπλε σκιά του να τεντώνεται και να χάνεται πίσω από τα κλαδιά. Μετά από λίγο είδε το λευκό από τα μάτια και τα δόντια του  να τρυπάνε το σκοτάδι. Την πλησίασε. Χαμογελούσε. Της ζήτησε να ανοίξει την πόρτα του αυτοκινήτου και άφησε πάνω στα πόδια της τα αχλάδια που μόλις είχε κόψει. Με ενα μαχαίρι καθάρισε ένα και την τάισε στο στόμα.

-Έλα! της είπε.
Ένιωσε τη παλάμη της να λιώνει μέσα στη δική του καθώς την τράβηξε μέσα στο δάσος με τις αρχαίες βελανιδιές.
Έβλεπε το σχήμα από το σώμα του να υψώνεται μπροστά της και να την παρασύρει . Κάτω από το φως των αστεριών όλα είχαν γίνει μπλε. Ένα πηχτό μπλε πλαγκτόν είχε τυλίξει τον κόσμο εκείνο το βράδυ.

«Που πάμε;», τον ρώτησε.
Μέσα στην μπλε αυτή αστεροσκονη είδε τα μάτια του και το άσπρο των δοντιών του να της χαμογελούν.

«Έλα. Απόψε θέλω να ακούσεις και να δεις».

Αφέθηκε στην παλίρροια του Άντρα που την τραβούσε μέσα στις αρχαίες βελανιδιές..
Για έναν ανεξήγητο λόγο αισθάνθηκε μια παράξενη ευφορία να την πλημμυρίζει. Σήκωσε τα μάτια της προς τον ουρανό. Νόμιζε πως είδε νεράιδες, ξωτικά και δαίμονες να κρέμονται από τα κλαδιά και να τη χαιρετούν. Αλλά δεν φοβόταν. Αισθάνθηκε οικειότητα. Ελευθεριά. Σα να είχε ξανά κάποτε περπατήσει σε αυτό εδώ το δάσος με τις αρχαίες βελανιδιές.

Ο Άντρας την έφερε στην άκρη του δάσους. Στην άκρη της πόλης. Στην άκρη της γης. Βρίσκονταν πάνω από την πόλη. Στα πόδια τους είχαν τον κόσμο. Μπροστά από τα δάχτυλα των ποδιών της ήταν οι αυτοκινητόδρομοι, τα σπίτια, η θάλασσα. Αισθάνθηκε παντοδύναμη. Αισθάνθηκε τεράστια. Για εκείνο το βράδυ ήταν η Θεά Άρτεμις της γονιμότητας, Η Θεα Μα-Κίγια της Σελήνης. Η θεά Τσάσκα του λυκόφωτος.

Ο Άντρας λύκος την τράβηξε και της ζήτησε να κάτσει πάνω σε μια λεία πέτρα που έμοιαζε με βωμό.
Και εκείνος τότε  κούρνιασε ανάμεσα στα πόδια της σα  μωρό.

«Μείνε!» της είπε σχεδόν σα να την παρακαλούσε. 
«Μαζί μου», 
είπε ο Λυκάνθρωπος με τα λευκά δόντια.

-"Αυτό δεν μπορεί να γίνει.
Δεν θα γίνει ποτέ".

Είπε εκείνη και τον χάιδεψε στα μακριά  μαλλιά του.


Και τότε ο άντρας λύκος σηκώθηκε, 
τέντωσε το σώμα του, 
έπεσε πάνω της 
και την κατασπάραξε.